υφέσιμος

υφέσιμος
-η, -ο, Ν
ο δεκτικός ύφεσης («υφέσιμος πυρετός» — τύπος πυρετού που χαρακτηρίζεται από περιόδους απυρεξίας οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα σε πολύ κοντινές πυρετικές εξάρσεις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υφέσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται ελάττωση, ο μειώσιμος, ο περιορίσιμος: Υφέσιμος πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”